αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
εξόστωση — η (AM ἐξόστωσις) παθολογική εμφάνιση οστικών εκβλαστήσεων κοντά στις επιφύσεις τών οστών … Dictionary of Greek
οστεοσάρκωμα — (Ιατρ.). Κακοήθες νεόπλασμα του συνδετικού ιστού, το οποίο αναπτύσσεται μέσα ή από τα στοιχεία του οστού. Είναι εξαιρετικά κυτταροβριθές νεόπλασμα, και αποτελείται από στρογγυλά νεόπλαστα, από ατρακτοειδή ή πολύμορφα κύτταρα και από… … Dictionary of Greek
οστιόλη — η (μυκητ.) α) η οπή, το άνοιγμα τού πυκνιδίου ενός μύκητα β) σωληνοειδής δομή τού ασκοκαρπίου, δηλαδή τού καρποφόρου που φέρει τους ασκούς τού μύκητα, η οποία είναι εσωτερικά επιστρωμένη με επιφύσεις και καταλήγει σε οπή … Dictionary of Greek
χονδροβλάστωμα — το, Ν ιατρ. καλοήθης χονδρικός όγκος, με τυπική εντόπιση στις επιφύσεις τών μακρών οστών που βρίσκονται κοντά στο γόνατο και μακριά από τον αγκώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chondroblastoma < χόνδρος + βλάστωμα (< βλαστός + κατάλ … Dictionary of Greek
μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… … Dictionary of Greek
οστίτης ιστός — Παραλλαγή συνδετικού οστού, στη θεμέλιο ουσία του οποίου βρίσκεται μεγάλη ποσότητα αλάτων, που προσδίδει χαρακτηριστική σκληρότητα και ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον ιστό. Η μικροσκοπική δομή περιλαμβάνει κύτταρα και μεσοκυττάριο ουσία· τα πρώτα,… … Dictionary of Greek